- ευλεξις
- εὔλεξιςεὔ-λεξις-ι ирон. красиво изъясняющийся (sc. ῥήτωρ Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εύλεξις — εὔλεξις, ι (Α) 1. αυτός που έχει καλή εκλογή λέξεων («λόγος... εὔλεξις», Λουκιαν.) 2. (για συγγραφέα) αυτός που εκφράζεται καλά, που κάνει καλή επιλογή λέξεων … Dictionary of Greek